κυοφορώ: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(22) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κυοφορῶ, -έω) [[κυοφόρος]]<br /><b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου [[έμβρυο]], [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («αὕτη ἡ | |mltxt=(AM κυοφορῶ, -έω) [[κυοφόρος]]<br /><b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου [[έμβρυο]], [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[μέσα]] μου σε λανθάνουσα [[κατάσταση]] (α. «η [[κατάσταση]] κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῑ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ [[διάνοια]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέφτομαι]], έχω στο νου μου, [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 13 June 2022
Greek Monolingual
(AM κυοφορῶ, -έω) κυοφόρος
1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)
2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῑ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ διάνοια», Φίλ.)
νεοελλ.
σκέφτομαι, έχω στο νου μου, μελετώ, σχεδιάζω.