λακωνικός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(22)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λακωνικός]], -ή, -όν, θηλ. και [[λακωνίς]]) [[Λάκων]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική [[διάλεκτος]]» — η δωρική [[διάλεκτος]] που μιλιόταν στη Λακωνία [[κατά]] τους αρχαίους χρόνους<br />β. «[[βραχυλογία]] τις Λακωνική», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) βρυχύλογος και [[περιεκτικός]], [[σύντομος]] και [[εύστοχος]] («λακωνική [[απάντηση]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Λακωνική</i><br /><i>η</i> Λακωνία<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λακωνικός]] [[κύων]]» — [[είδος]] κυνηγετικού σκυλιού, το [[λαγωνικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ λακωνικαί</i> (ενν. <i>εμβάδες</i>)<br />[[είδος]] ανδρικού υποδήματος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λακωνικόν</i><br />α) το [[κράτος]] τών Λακεδαιμονίων<br />β) [[είδος]] γυναικείου διαφανούς ενδύματος<br />γ) ο [[λακωνικός]] [[τρόπος]] έκφρασης, η λακωνική [[βραχυλογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λακωνικώς</i> και -<i>ά</i> (Α λακωνικῶς)<br />με [[λίγα]] και εύστοχα [[λόγια]], [[σύντομα]] και με [[ακρίβεια]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λακωνικός]], -ή, -όν, θηλ. και [[λακωνίς]]) [[Λάκων]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική [[διάλεκτος]]» — η δωρική [[διάλεκτος]] που μιλιόταν στη Λακωνία [[κατά]] τους αρχαίους χρόνους<br />β. «[[βραχυλογία]] τις Λακωνική», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) βρυχύλογος και [[περιεκτικός]], [[σύντομος]] και [[εύστοχος]] («λακωνική [[απάντηση]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Λακωνική</i><br /><i>η</i> Λακωνία<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λακωνικός]] [[κύων]]» — [[είδος]] κυνηγετικού σκυλιού, το [[λαγωνικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ λακωνικαί</i> (ενν. <i>εμβάδες</i>)<br />[[είδος]] ανδρικού υποδήματος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λακωνικόν</i><br />α) το [[κράτος]] τών Λακεδαιμονίων<br />β) [[είδος]] γυναικείου διαφανούς ενδύματος<br />γ) ο [[λακωνικός]] [[τρόπος]] έκφρασης, η λακωνική [[βραχυλογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[λακωνικώς]]</i> και -<i>ά</i> (Α [[λακωνικῶς]])<br />με [[λίγα]] και εύστοχα [[λόγια]], [[σύντομα]] και με [[ακρίβεια]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 26 October 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λακωνικός, -ή, -όν, θηλ. και λακωνίς) Λάκων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» — η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους
β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)
2. (για λόγο) βρυχύλογος και περιεκτικός, σύντομος και εύστοχος («λακωνική απάντηση»)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λακωνική
η Λακωνία
νεοελλ.-μσν.
φρ. «λακωνικός κύων» — είδος κυνηγετικού σκυλιού, το λαγωνικό
αρχ.
1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λακωνικαί (ενν. εμβάδες)
είδος ανδρικού υποδήματος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λακωνικόν
α) το κράτος τών Λακεδαιμονίων
β) είδος γυναικείου διαφανούς ενδύματος
γ) ο λακωνικός τρόπος έκφρασης, η λακωνική βραχυλογία.
επίρρ...
λακωνικώς και -άλακωνικῶς)
με λίγα και εύστοχα λόγια, σύντομα και με ακρίβεια.