λέιζερ: Difference between revisions
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>φυσ.</b><br /><b>1.</b> [[διάταξη]] σύμφωνης ενίσχυσης ή παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με [[χρήση]] της ενέργειας διεγέρσεως ατομικών ή μοριακών συστημάτων που βρίσκονται σε [[κατάσταση]] συντονισμού<br /><b>2.</b> η [[ακτινοβολία]] που εκπέμπεται από μια τέτοια [[διάταξη]] («ακτίνες [[λέιζερ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=το<br /><b>φυσ.</b><br /><b>1.</b> [[διάταξη]] σύμφωνης ενίσχυσης ή παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με [[χρήση]] της ενέργειας διεγέρσεως ατομικών ή μοριακών συστημάτων που βρίσκονται σε [[κατάσταση]] συντονισμού<br /><b>2.</b> η [[ακτινοβολία]] που εκπέμπεται από μια τέτοια [[διάταξη]] («ακτίνες [[λέιζερ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>laser</i>, που [[είναι]] [[προφορά]] της ακρωνυμίας η οποία σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα τών λέξεων: <i>Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation</i> «[[ενίσχυση]] φωτός με εξαναγκασμένη [[εκπομπή]] ακτινοβολίας»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
φυσ.
1. διάταξη σύμφωνης ενίσχυσης ή παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με χρήση της ενέργειας διεγέρσεως ατομικών ή μοριακών συστημάτων που βρίσκονται σε κατάσταση συντονισμού
2. η ακτινοβολία που εκπέμπεται από μια τέτοια διάταξη («ακτίνες λέιζερ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laser, που είναι προφορά της ακρωνυμίας η οποία σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα τών λέξεων: Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation «ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας»].