λεσχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεσχάζω]] (Α) [[λέσχη]]<br />[[φλυαρώ]], [[πολυλογώ]], [[μωρολογώ]].
|mltxt=[[λεσχάζω]] (Α) [[λέσχη]]<br />[[φλυαρώ]], [[πολυλογώ]], [[μωρολογώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεσχάζω:''' [[πολυλογώ]], [[φλυαρώ]], [[κουτσομπολεύω]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσχάζω Medium diacritics: λεσχάζω Low diacritics: λεσχάζω Capitals: ΛΕΣΧΑΖΩ
Transliteration A: lescházō Transliteration B: leschazō Transliteration C: leschazo Beta Code: lesxa/zw

English (LSJ)

(λέσχη)

   A prate, chatter, κακὰ λ. Thgn.613.

German (Pape)

[Seite 32] schwatzen, plaudern, Theogn. 613.

Greek (Liddell-Scott)

λεσχάζω: (λέσχη) λεσχηνεύω, πολυλογῶ, μωρολογῶ, κακὰ λ. Θέογν. 613· οὕτω λεσχαίνω, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 54, Καλλ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9.

French (Bailly abrégé)

causer, converser, bavarder.
Étymologie: λέσχη.

Greek Monolingual

λεσχάζω (Α) λέσχη
φλυαρώ, πολυλογώ, μωρολογώ.

Greek Monotonic

λεσχάζω: πολυλογώ, φλυαρώ, κουτσομπολεύω, σε Θέογν.