λιθιώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)<br />[[πάσχω]] από [[λιθίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσχω]] από [[αρθρίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ιώ</i>, δηλωτικό ασθένειας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κορυζ</i>-<i>ιώ</i>, <i>μυρμηκ</i>-<i>ιώ</i>)].
|mltxt=(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)<br />[[πάσχω]] από [[λιθίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσχω]] από [[αρθρίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ιώ</i>, δηλωτικό ασθένειας ([[πρβλ]]. <i>κορυζ</i>-<i>ιώ</i>, <i>μυρμηκ</i>-<i>ιώ</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:29, 23 August 2021

Greek Monolingual

(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)
πάσχω από λιθίαση
αρχ.
πάσχω από αρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -ιάω, -ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζ-ιώ, μυρμηκ-ιώ)].