λοίδορος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λοίδορος]], -ον)<br />[[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]], [[χλευαστικός]] («ὁ [[κῶμος]] λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λοίδορος]]<br />ο [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοίδορον</i><br />η [[λοιδορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοιδόρως]] (Α)<br />με υβριστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]], με υποχωρτ. [[παραγωγή]]].
|mltxt=-ο (Α [[λοίδορος]], -ον)<br />[[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]], [[χλευαστικός]] («ὁ [[κῶμος]] λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λοίδορος]]<br />ο [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοίδορον</i><br />η [[λοιδορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοιδόρως]] (Α)<br />με υβριστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]], με υποχωρτ. [[παραγωγή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοίδορος:''' -ον, [[κακολόγος]], [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]], σε Ευρ.· επίρρ., <i>λοίδορως</i>, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίδορος Medium diacritics: λοίδορος Low diacritics: λοίδορος Capitals: ΛΟΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: loídoros Transliteration B: loidoros Transliteration C: loidoros Beta Code: loi/doros

English (LSJ)

ον,

   A railing, abusive, ἔρις E.Cyc.534; πομπεῖαι Men.Per.Fr.4; ῥήματα IG14.1857; φωναί Phld.Ir.p.74 W. Adv. -ρως Str.14.2.28.    2 as Subst. λ., ὁ, railer, 1 Ep.Cor.5.11, Plu.2.177d: τὸ λ., = λοιδορία, Arist. Phgn.808b37, Plu.2.810d; λοίδορα AP5.175 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

λοίδορος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, Εὐρ. Κύκλ. 534, Μένανδρ ἐν «Περινθίᾳ» 4· - Ἐπίρρ. -ρως, Στράβ. 661. 2) ὡς οὐσ., τὸν δὲ λοίδορον ἐξελάσαι τῶν φίλων κελευόντων, οὐκ ἔφη ποιήσειν, ἵνα μὴ περιϊὼν ἐν πλείοσι κακῶς λέγῃ Πλούτ. 2. 177D· - τὸ λοίδορον = λοιδορία, Ἀριστ. Φυσιογν. 4, 6, Πλούτ. 2. 810D· λοίδορα εἰπεῖν Ἀνθ. Π. 5. 176. (Ἡ ἐτυμολογία ἄδηλος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant ; ὁ λοίδορος insulteur ; τὸ λοίδορον, insulte, outrage.
Étymologie: DELG étym. obscure.

English (Strong)

from loidos (mischief); abusive, i.e. a blackguard: railer, reviler.

English (Thayer)

λοιδόρου, ὁ, a railer, reviler: Euripides, (as adjective), Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-ο (Α λοίδορος, -ον)
υβριστικός, ονειδιστικός, χλευαστικός («ὁ κῶμος λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῑ», Ευρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. λοίδορος
ο υβριστής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λοίδορον
η λοιδορία.
επίρρ...
λοιδόρως (Α)
με υβριστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιδορώ, με υποχωρτ. παραγωγή].

Greek Monotonic

λοίδορος: -ον, κακολόγος, υβριστικός, προσβλητικός, σε Ευρ.· επίρρ., λοίδορως, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).