λυκοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(23)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκοθήρας]] και [[λυκόθηρ]], -ηρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λογο</i>-<i>θήρας</i>, <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>].
|mltxt=[[λυκοθήρας]] και [[λυκόθηρ]], -ηρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. <i>λογο</i>-<i>θήρας</i>, <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυκοθήρας και λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].