μεταβουλεύω: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(24) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταβουλεύω]] (Α)<br />(ενεργ. και συν. μέσ.) [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[παίρνω]] [[άλλη]] [[απόφαση]] («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς [[βασιλέα]] ἀφίξεως», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] / [[βουλεύομαι]] «[[αποφασίζω]]»]. | |mltxt=[[μεταβουλεύω]] (Α)<br />(ενεργ. και συν. μέσ.) [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[παίρνω]] [[άλλη]] [[απόφαση]] («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς [[βασιλέα]] ἀφίξεως», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] / [[βουλεύομαι]] «[[αποφασίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τροποποιώ]] τα σχέδιά μου, [[αλλάζω]] τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. <i>μεταβουλεύομαι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[μεταβουλεύω]] [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει [[γνώμη]] και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 30 December 2018
English (LSJ)
A alter one's plans, change one's mind, ἀμφί τινι Od.5.286. II mostly in Med., Hdt.1.156, E.Or.1526 (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω Pl. Epin.982d; μ. ὥστε μένειν Hdt.8.57: c. μή et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Id.7.12: c. gen., repent of, μ. τῆς ἀφίξεως Alciphr.2.4.19.
German (Pape)
[Seite 145] seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσθα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβουλεύω: μεταγινώσκω, μεταβάλλω γνώμην, ἀμφί τινι ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., ὥστε μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. μεταγιγνώσκω ΙΙ, μεταδοκέω· ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.
French (Bailly abrégé)
se raviser, changer de détermination : ἀμφί τινι OD au sujet de qqn.
Étymologie: μετά, βουλεύω.
English (Autenrieth)
only aor. μετεβούλευσαν, have changed their purpose (cf. μεταφράζομαι), Od. 5.286†.
Greek Monolingual
μεταβουλεύω (Α)
(ενεργ. και συν. μέσ.) αλλάζω γνώμη, παίρνω άλλη απόφαση («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς βασιλέα ἀφίξεως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + βουλεύω / βουλεύομαι «αποφασίζω»].
Greek Monotonic
μεταβουλεύω: μέλ. -σω, τροποποιώ τα σχέδιά μου, αλλάζω τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. μεταβουλεύομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταβουλεύω στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει γνώμη και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.