μοιράδιος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(25)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοιράδιος]], -ον, θηλ. και -α (Α) [[μοίρα]]<br />[[μοιρίδιος]].
|mltxt=[[μοιράδιος]], -ον, θηλ. και -α (Α) [[μοίρα]]<br />[[μοιρίδιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοιράδιος:''' (ᾰ) Soph. v. l. = [[μοιρίδιος]].
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιράδιος Medium diacritics: μοιράδιος Low diacritics: μοιράδιος Capitals: ΜΟΙΡΑΔΙΟΣ
Transliteration A: moirádios Transliteration B: moiradios Transliteration C: moiradios Beta Code: moira/dios

English (LSJ)

   A = μοιρίδιος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 198] v. l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.

Greek (Liddell-Scott)

μοιράδιος: μοιρίδιος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. μοιρίδιος.
Étymologie: μοῖρα.

Greek Monolingual

μοιράδιος, -ον, θηλ. και -α (Α) μοίρα
μοιρίδιος.

Russian (Dvoretsky)

μοιράδιος: (ᾰ) Soph. v. l. = μοιρίδιος.