νοσηρός: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νοσηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που προξενεί [[ασθένεια]] («νοσηρὸν [[ὕδωρ]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να αρρωσταίνει, [[ασθενικός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιβλαβής]] ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, [[αρρωστημένος]] (α. «νοσηρή [[κατάσταση]]» β. «νοσηρή [[φαντασία]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοσηρῶς)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[νοσηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που προξενεί [[ασθένεια]] («νοσηρὸν [[ὕδωρ]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να αρρωσταίνει, [[ασθενικός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιβλαβής]] ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, [[αρρωστημένος]] (α. «νοσηρή [[κατάσταση]]» β. «νοσηρή [[φαντασία]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοσηρῶς)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νοσηρός:''' -ά, -όν, όπως το [[νοσερός]], [[αρρωστημένος]], [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A diseased, ὀστέον νοσηρότερον (v.l. νοσηλ-) Hp.Art.50; unhealthy, χωρία X.Cyr.1.6.16; unwholesome, ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.Oct.12. Adv. Comp. -ότερον v.l. for νοσηλ- (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
νοσηρός: -ά, -όν, ὡς τὸ νοσερός, νοσώδης, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui rend malade, malsain, insalubre.
Étymologie: νόσος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νοσηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος
νεοελλ.
μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, αρρωστημένος (α. «νοσηρή κατάσταση» β. «νοσηρή φαντασία»)
επίρρ...
νοσηρώς και -ά (Α νοσηρῶς)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, οδυν-ηρός)].
Greek Monotonic
νοσηρός: -ά, -όν, όπως το νοσερός, αρρωστημένος, βλαβερός για την υγεία, λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.