νυν δη: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(27)
 
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νῡν δή (Α)<br />(ισχυρότερος τ. του <i>νῡν</i>)<br /><b>1.</b> [[τώρα]], αυτή τη [[στιγμή]] («καὶ νῡν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> προ ολίγου<br /><b>3.</b> στο άμεσο [[μέλλον]], [[τώρα]] [[αμέσως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νῡν δὴ μὲν... νῡν δέ» — [[άλλοτε]] μεν... [[άλλοτε]] δε.
|mltxt=νῦν δή (Α)<br />(ισχυρότερος τ. του <i>νῡν</i>)<br /><b>1.</b> [[τώρα]], αυτή τη [[στιγμή]] («καὶ νῦν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> προ ολίγου<br /><b>3.</b> στο άμεσο [[μέλλον]], [[τώρα]] [[αμέσως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νῦν δὴ μὲν... νῦν δέ» — [[άλλοτε]] μεν... [[άλλοτε]] δε.
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

νῦν δή (Α)
(ισχυρότερος τ. του νῡν)
1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῦν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.)
2. προ ολίγου
3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως
4. φρ. «νῦν δὴ μὲν... νῦν δέ» — άλλοτε μεν... άλλοτε δε.