μπολιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(26)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] [[εμβόλιο]] σε κάποιον, [[εμβολιάζω]]<br /><b>2.</b> [[εγκεντρίζω]] [[δένδρο]]<br /><b>3.</b> [[μεταδίδω]] μολυσματική νόσο σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταφέρω]] και [[ενσωματώνω]] ένα [[στοιχείο]] σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμβολιάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐμβόλιον]], με σίγηση του προτακτικού άτονου <i>ε</i>- (για την [[προφορά]] του <i>μβ</i> ως <i>μπ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐμβαίνω]] &GT; [[μπαίνω]])].
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] [[εμβόλιο]] σε κάποιον, [[εμβολιάζω]]<br /><b>2.</b> [[εγκεντρίζω]] [[δένδρο]]<br /><b>3.</b> [[μεταδίδω]] μολυσματική νόσο σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταφέρω]] και [[ενσωματώνω]] ένα [[στοιχείο]] σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμβολιάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐμβόλιον]], με σίγηση του προτακτικού άτονου <i>ε</i>- (για την [[προφορά]] του <i>μβ</i> ως <i>μπ</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐμβαίνω]] > [[μπαίνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω
2. εγκεντρίζω δένδρο
3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον
4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση του προτακτικού άτονου ε- (για την προφορά του μβ ως μπ (πρβλ. ἐμβαίνω > μπαίνω)].