μυολόγος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myologos
|Transliteration C=myologos
|Beta Code=muolo/gos
|Beta Code=muolo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυοθήρας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυοθήρας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυολόγος]])<br />[[μυοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μυολόγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ο (Α [[μυολόγος]])<br />[[μυοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μυολόγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠολόγος Medium diacritics: μυολόγος Low diacritics: μυολόγος Capitals: ΜΥΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: myológos Transliteration B: myologos Transliteration C: myologos Beta Code: muolo/gos

English (LSJ)

ὁ,    A = μυοθήρας, Gloss.

Greek Monolingual

ο (Α μυολόγος)
μυοθήρας
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].