οκταστάδιος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(28) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀκταστάδιος]] και [[ὀκτωστάδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] στάδια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ὀκταστάδιος]] και [[ὀκτωστάδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] στάδια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὀκταστάδιον]]<br />[[μήκος]] [[οκτώ]] σταδίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[στάδιον]] (<b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-[[στάδιος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 14 January 2019
Greek Monolingual
ὀκταστάδιος και ὀκτωστάδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ στάδια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταστάδιον
μήκος οκτώ σταδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + στάδιον (πρβλ. εξα-στάδιος)].