μύωπα: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μύωψ]], ο (ΑΜ [[μύωψ]])<br />αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, [[αλλά]] που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]] («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[μυωπία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αδυνατεί να εννοήσει τα βαθύτερα αίτια και τα απώτερα αποτελέσματα τών γεγονότων, [[κοντόφθαλμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μύ</i>-<i>ω</i> «[[κλείνω]]» (για μάτια ή χείλη) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[μάτι]]»), | |mltxt=και [[μύωψ]], ο (ΑΜ [[μύωψ]])<br />αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, [[αλλά]] που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]] («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[μυωπία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αδυνατεί να εννοήσει τα βαθύτερα αίτια και τα απώτερα αποτελέσματα τών γεγονότων, [[κοντόφθαλμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μύ</i>-<i>ω</i> «[[κλείνω]]» (για μάτια ή χείλη) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη, [[μάτι]]»), [[πρβλ]]. [[κύκλωψ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 10 May 2023
Greek Monolingual
και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ)
αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από μυωπία
2. μτφ. αυτός που αδυνατεί να εννοήσει τα βαθύτερα αίτια και τα απώτερα αποτελέσματα τών γεγονότων, κοντόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύ-ω «κλείνω» (για μάτια ή χείλη) + -ωψ, -ωπος (< ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι»), πρβλ. κύκλωψ].