νεόπτολις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόπτολις]], ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νεόπολις]].
|mltxt=[[νεόπτολις]], ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νεόπολις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόπτολις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[νεόπολις]] = [[νεάπολις]], πόλη πρόσφατα ιδρυμένη, κτισμένη, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπτολις Medium diacritics: νεόπτολις Low diacritics: νεόπτολις Capitals: ΝΕΟΠΤΟΛΙΣ
Transliteration A: neóptolis Transliteration B: neoptolis Transliteration C: neoptolis Beta Code: neo/ptolis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for νεόπολις, πόλις ν.

   A new-founded city, A. Eu.687.

German (Pape)

[Seite 243] ἡ, poet. = νεάπολις, neugegründet, πόλις, Aesch. Eum. 637.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπτολις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ νεόπολις, = νεάπολις, πόλις ν., νεωστὶ κτισθεῖσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 687.

French (Bailly abrégé)

seul. nom.
nouvelle ville.
Étymologie: νέος, πτόλις.

Greek Monolingual

νεόπτολις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεόπολις.

Greek Monotonic

νεόπτολις: ἡ, ποιητ. αντί νεόπολις = νεάπολις, πόλη πρόσφατα ιδρυμένη, κτισμένη, σε Αισχύλ.