νευρότμητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νευρότμητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει κομμένους τους τένοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] «[[τένοντας]]» <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμό</i>-<i>τμητος</i>, <i>μοριό</i>-<i>τμητος</i>].
|mltxt=[[νευρότμητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει κομμένους τους τένοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] «[[τένοντας]]» <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμότμητος]], [[μοριότμητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:51, 9 May 2023

Greek Monolingual

νευρότμητος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κομμένους τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμότμητος, μοριότμητος].