νιαουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> (για [[γάτα]]) [[κάνω]] νιάου-νιάου<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μιλώ]] με [[φωνή]] μονότονη και ενοχλητική ή [[κλαίω]] με τρόπο που θυμίζει [[νιαούρισμα]] γάτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ., από την [[κραυγή]] της γάτας <i>νιάου</i>-<i>νιάου</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μιαου</i>-<i>ρίζω</i>)].
|mltxt=<b>1.</b> (για [[γάτα]]) [[κάνω]] νιάου-νιάου<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μιλώ]] με [[φωνή]] μονότονη και ενοχλητική ή [[κλαίω]] με τρόπο που θυμίζει [[νιαούρισμα]] γάτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ., από την [[κραυγή]] της γάτας <i>νιάου</i>-<i>νιάου</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρίζω</i> ([[πρβλ]]. [[μιαουρίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:38, 8 May 2023

Greek Monolingual

1. (για γάτα) κάνω νιάου-νιάου
2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή της γάτας νιάου-νιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. μιαουρίζω)].