νιφόεις: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονισμένος]], [[χιονοσκεπής]] («νιφόεσσ' Αἴτνα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονόλευκος]] («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του <i>νείφει</i> «χιονίζει» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονισμένος]], [[χιονοσκεπής]] («νιφόεσσ' Αἴτνα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονόλευκος]] («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του <i>νείφει</i> «χιονίζει» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νῐφόεις:''' -εσσα, -εν ([[νίφα]]), [[χιονισμένος]], [[χιονοσκεπής]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφόεις Medium diacritics: νιφόεις Low diacritics: νιφόεις Capitals: ΝΙΦΟΕΙΣ
Transliteration A: niphóeis Transliteration B: niphoeis Transliteration C: nifoeis Beta Code: nifo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A snowy, snowclad, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Od.19.338; κατ' Οὐλύμπου ν. Il.18.616; ν. Ὀλύμπου Hes.Th.117; ὤρανος ν. Alc.17; ν. Αἴτνα Pi.P.1.20; Παρνασός S.OT 473 (lyr.); σκόπελος Ar.Nu.273.    II snow-white, Ἑλένη (v.l. σελήνη) Ion Trag.46.

Greek (Liddell-Scott)

νῐφόεις: εσσα, εν, (νίφα) χιονώδης, χιονιζόμενος, κεκαλυμμένος διὰ χιόνων, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Ὀδ. Τ. 338· κατ’ Οὐλύμπου ν. Ἰλ. Σ. 616· ν. Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 117· (ἐντεῦθεν, οὐρανὸς ν. Ἀλκαῖ. 17)· ν. Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 36· Παρνασὸς Σοφ. Ο. Τ. 473· σκόπελος Ἀριστοφ. Νεφ. 273.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: *νίψ.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (σν.): snowy, snowclad, epith. of mountains.

English (Slater)

νῐφόεις
   1 snowy νιφόεσσ' Αἴτνα (P. 1.20) ]νιφόεντα. σε[ ?fr. 334. 8.

Greek Monolingual

νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ' Αἴτνα», Πίνδ.)
2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -όεις (πρβλ. τροφ-όεις)].

Greek Monotonic

νῐφόεις: -εσσα, -εν (νίφα), χιονισμένος, χιονοσκεπής, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.