νοόπληκτος: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i>].
|mltxt=[[νοόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοόπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το [[μυαλό]], σε Πλάτ.
}}
}}