νότα: Difference between revisions
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(27) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[φθογγόσημο]]<br /><b>2.</b> [[χρώμα]], [[χροιά]] ήχου ή τόνου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] ή [[κατάσταση]] που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη [[διάθεση]] («η [[παρουσία]] του αποτέλεσε μια ευχάριστη [[νότα]] στη ζωή μας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] με τις νότες του» — έχει τις ιδιοτροπίες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nota</i> «[[σημείο]], [[στίγμα]]», (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>note</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[φθογγόσημο]]<br /><b>2.</b> [[χρώμα]], [[χροιά]] ήχου ή τόνου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] ή [[κατάσταση]] που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη [[διάθεση]] («η [[παρουσία]] του αποτέλεσε μια ευχάριστη [[νότα]] στη ζωή μας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] με τις νότες του» — έχει τις ιδιοτροπίες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nota</i> «[[σημείο]], [[στίγμα]]», (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>note</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />η (Μ [[νότα]])<br /><b>(διπλ.)</b> [[είδος]] επίσημου εγγράφου που ανταλλάσσεται [[μεταξύ]] του υπουργείου τών εξωτερικών μιας πολιτείας και τών ξένων διπλωματικών αντιπροσώπων που βρίσκονται σε αυτήν, [[διακοίνωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείο]], [[σύμβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>nota</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nota</i> «[[σημείο]], [[στίγμα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
νότα: ἡ, τὸ Λατ. nota,= σημεῖον, σύμβολον, Ἀναστ. Σιν, 85Α.
Greek Monolingual
(I)
η
1. μουσ. φθογγόσημο
2. χρώμα, χροιά ήχου ή τόνου
3. μτφ. άτομο ή κατάσταση που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη διάθεση («η παρουσία του αποτέλεσε μια ευχάριστη νότα στη ζωή μας»)
4. φρ. «είναι με τις νότες του» — έχει τις ιδιοτροπίες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nota «σημείο, στίγμα», (πρβλ. αγγλ. note)].
(II)
η (Μ νότα)
(διπλ.) είδος επίσημου εγγράφου που ανταλλάσσεται μεταξύ του υπουργείου τών εξωτερικών μιας πολιτείας και τών ξένων διπλωματικών αντιπροσώπων που βρίσκονται σε αυτήν, διακοίνωση
μσν.
σημείο, σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nota < λατ. nota «σημείο, στίγμα»].