νυσταγμός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
(27) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυσταγμός]])<br />[[διάθεση]] για ύπνο, [[νύστα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και [[κατά]] οριζόντια ή κατακόρυφη [[διεύθυνση]] ή [[κατά]] περιστροφική [[έννοια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νυστάζω]]. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nystagmus</i>]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[νυσταγμός]])<br />[[διάθεση]] για ύπνο, [[νύστα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και [[κατά]] οριζόντια ή κατακόρυφη [[διεύθυνση]] ή [[κατά]] περιστροφική [[έννοια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νυστάζω]]. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nystagmus</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυσταγμός:''' ὁ сонливое состояние, дремота Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A drowsiness, Hp.VM10, LXXPs.131(132).4, al. : in pl., Porph.Abst.I. 28.
Greek (Liddell-Scott)
νυσταγμός: ὁ, ἡ ἐπιγινομένη ἐκ τοῦ ὕπνου καταφορά, τὸ νυστάζειν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 4.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νυσταγμός)
διάθεση για ύπνο, νύστα
νεοελλ.
ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια
μσν.
μτφ. νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυστάζω. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nystagmus].
Russian (Dvoretsky)
νυσταγμός: ὁ сонливое состояние, дремота Arst.