ὀδυνηρός: Difference between revisions
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀδυνηρός]], -ά, -όν, Α δωρ. τ. [[ὀδυναρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει [[οδύνη]], ο [[επώδυνος]] (α. «[[οδυνηρός]] [[χωρισμός]]» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν [[ἕλκος]] ὀδυναρον ἑᾷ [[πρόσθε]] καρδίᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οδυνηρός]]<br /><b>(εντομ.)</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[ευμενίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πλήρης]] οδυνών, βασανισμένος («πᾱς... ὀδυνηρὸς [[βίος]] ἀνθρώπων», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδυνηρώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ὀδυνηρῶς)<br />με πόνο, με [[οδύνη]] («τίκτει [[φαύλως]] καὶ ὀδυνηρῶς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οσμ</i>-<i>ηρός</i>, <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>odynerus</i> <span style="color: red;"><</span> [[οδυνηρός]]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀδυνηρός]], -ά, -όν, Α δωρ. τ. [[ὀδυναρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει [[οδύνη]], ο [[επώδυνος]] (α. «[[οδυνηρός]] [[χωρισμός]]» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν [[ἕλκος]] ὀδυναρον ἑᾷ [[πρόσθε]] καρδίᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οδυνηρός]]<br /><b>(εντομ.)</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[ευμενίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πλήρης]] οδυνών, βασανισμένος («πᾱς... ὀδυνηρὸς [[βίος]] ἀνθρώπων», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδυνηρώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ὀδυνηρῶς)<br />με πόνο, με [[οδύνη]] («τίκτει [[φαύλως]] καὶ ὀδυνηρῶς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οσμ</i>-<i>ηρός</i>, <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>odynerus</i> <span style="color: red;"><</span> [[οδυνηρός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀδῠνηρός:''' Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο, [[οδυνηρός]], ληπηρός, [[δυσάρεστος]], σε Πίνδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ὀδῠν-ᾱρός, ά, όν,
A painful, ἕλκος Pi.P.2.91, cf. Ar.Ach.231 ; -ότατα πάθη Pl.Grg.525c ; -ότατον τραῦμα Jul.Gal.160d. Adv. -ρῶς Arist.HA609b25 : Comp. -ότερον Plu.2.837a. 2 distressing, γῆρας Mimn.1.5 ; πᾶς . . ὀ. βίος ἀνθρώπων E. Hipp.189(anap.); -ότερος βίοτος Ar.Pl.526 ; ὀ. πλοῦτος E.Ph.566, cf. Phld.Lib p.15 O. ; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.
German (Pape)
[Seite 295] schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάθη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, ἀλγεινός, ἕλκος Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα πάθη Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) πλήρης ὀδυνῶν, «βασανισμένος», γῆρας Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος βίοτος Ἀριστοφ. Πλ. 526· πλοῦτος Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀδυνηρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός
(εντομ.) γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ευμενίδες
αρχ.
ο πλήρης οδυνών, βασανισμένος («πᾱς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων», Ευρ.).
επίρρ...
οδυνηρώς και -ά (ΑΜ ὀδυνηρῶς)
με πόνο, με οδύνη («τίκτει φαύλως καὶ ὀδυνηρῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οσμ-ηρός, τολμ-ηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. odynerus < οδυνηρός].
Greek Monotonic
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,
1. αυτός που προκαλεί πόνο, οδυνηρός, ληπηρός, δυσάρεστος, σε Πίνδ., Αριστοφ.
2. βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.