Ὀλυμπίασι: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)<br /><b>επίρ.</b> στην [[Ολυμπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπική [[πτώση]] του [[Ὀλυμπία]] με σημ. τοπικού επιρρ. (<b>πρβλ.</b> [[θύρασι]], [[Μουνυχίασι]])]. | |mltxt=ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)<br /><b>επίρ.</b> στην [[Ολυμπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπική [[πτώση]] του [[Ὀλυμπία]] με σημ. τοπικού επιρρ. (<b>πρβλ.</b> [[θύρασι]], [[Μουνυχίασι]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> στην [[Ολυμπία]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, [[αλλά]], <b>II.Ὀλυμπιάσι</b> <i>[ᾰ]</i>, δοτ. πληθ. του [[Ὀλυμπιάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.,
A v. Ὀλυμπία, ἡ : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of Ὀλυμπιάς.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπίᾱσι: Ἐπίρρ., ἴδε Ὀλυμπία, ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ Ὀλυμπιάς.
French (Bailly abrégé)
adv.
à Olympie sans mouv.
Étymologie: Ὀλυμπία, -σι.
Greek Monolingual
ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)
επίρ. στην Ολυμπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)].
Greek Monotonic
Ὀλυμπίᾱσι: επίρρ.:
I. στην Ολυμπία, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, αλλά, II.Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. του Ὀλυμπιάς.