ὁμόφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόφοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται [[μαζί]] με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο [[συνοδός]], ο [[ακόλουθος]] («αἱμύλων μύθων [[ὁμόφοιτος]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>φοιτος</i>].
|mltxt=[[ὁμόφοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται [[μαζί]] με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο [[συνοδός]], ο [[ακόλουθος]] («αἱμύλων μύθων [[ὁμόφοιτος]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>φοιτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που πορεύεται προς το [[μέρος]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:43, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόφοιτος Medium diacritics: ὁμόφοιτος Low diacritics: ομόφοιτος Capitals: ΟΜΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: homóphoitos Transliteration B: homophoitos Transliteration C: omofoitos Beta Code: o(mo/foitos

English (LSJ)

ον,

   A going by the side of, τινος Pi.N.8.33 (cf. Phld.Acad.Ind.p.52 M.), Nonn.D.5.122, etc.

German (Pape)

[Seite 341] zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύθων, Pind. N. 8, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφοιτος: -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va d’ordinaire avec ; qui accompagne, gén..
Étymologie: ὁμός, φοιτάω.

English (Slater)

ὁμόφοιτος, -ον
   1 fellow traveller πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (N. 8.33)

Greek Monolingual

ὁμόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ-φοιτος].

Greek Monotonic

ὁμόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που πορεύεται προς το μέρος κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.