οπισθοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(29)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὀπισθοβαρής]], -ές)<br />φορτωμένος στο [[πίσω]] [[μέρος]], [[πισώβαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου το [[βάρος]] θα γίνει αισθητό στο [[μέλλον]] («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀπισθοβαρές</i><br />[[είδος]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπερ</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ὀπισθοβαρής]], -ές)<br />φορτωμένος στο [[πίσω]] [[μέρος]], [[πισώβαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου το [[βάρος]] θα γίνει αισθητό στο [[μέλλον]] («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀπισθοβαρές</i><br />[[είδος]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπερ</i>-<i>βαρής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ές (Α ὀπισθοβαρής, -ές)
φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος
αρχ.
1. μτφ. αυτός του οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές
είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. υπερ-βαρής].