οργιά: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(29)
 
m (Text replacement - "<sup>1</sup>/<sub>4</sub>" to "¼")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οργυιά]], η (ΑΜ ὀργυιά, Α ιων. τ. [[ὄργυια]] και ὀργυιή, αττ. τ. ὄργυα, ποιητ. τ. [[ὀρόγυια]])<br />[[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] τεντωμένων χεριών από το ένα [[άκρο]] [[μέχρι]] το [[άλλο]] και η οποία [[είναι]] 6 [[περίπου]] πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αγγλικό [[μέτρο]] μήκους ίσο με δύο γιάρδες, δηλ. 1,83 [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χωρομετρική [[ράβδος]], 9<sup>1</sup>/<sub>4</sub> βασιλικές σπιθαμές<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ηρόδ.</b>) «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι [[στάδιον]] ἑξάπλεθρον ἑξαπέδου μὲν τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ὀργυιά</i> έχει τη [[μορφή]] θηλ. μτχ. ενός αμάρτυρου παρακειμένου [[χωρίς]] διπλασιασμό και [[χωρίς]] χρονική [[αύξηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἄγυια]]) <i>του</i> ρήματος [[ὀρέγω]] «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]». Ο τ. <i>ὀργυιά</i> έχει προέλθει πιθ. με [[συγκοπή]] από αρχικό τ. <i>ὀρογυιά</i>, ο [[οποίος]] με τη [[σειρά]] του έχει σχηματιστεί [[είτε]] αφομοιωτικά από αμάρτυρο τ. <i>ὀρεγυιά</i> [[είτε]] από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[ὀρέγω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>ὀργυιά</i> έχει προέλθει με [[συγκοπή]] και [[βράχυνση]] του -<i>ω</i>- σε -<i>ο</i>- ([[πριν]] από ηχηρό [[σύμφωνο]]) από αμάρτυρο τ. μτχ. <i>ὠρογυιά</i> ενός αρχ. παρακμ. <i>ὤρογα</i>. Ο τ. [[ὀρόγυια]], εξάλλου, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δευτερογενής]] και εξηγείται με [[ανάπτυξη]] φωνήεντος [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]]. Με [[ανάπτυξη]] φωνήεντος μπορεί να εξηγηθεί, [[τέλος]], και το σύνθ. σε -<i>ώρυγος</i>, [[πεντώρυγος]].
|mltxt=και [[οργυιά]], η (ΑΜ ὀργυιά, Α ιων. τ. [[ὄργυια]] και ὀργυιή, αττ. τ. ὄργυα, ποιητ. τ. [[ὀρόγυια]])<br />[[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] τεντωμένων χεριών από το ένα [[άκρο]] [[μέχρι]] το [[άλλο]] και η οποία [[είναι]] 6 [[περίπου]] πόδια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αγγλικό [[μέτρο]] μήκους ίσο με δύο γιάρδες, δηλ. 1,83 [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χωρομετρική [[ράβδος]], βασιλικές σπιθαμές<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ηρόδ.</b>) «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι [[στάδιον]] ἑξάπλεθρον ἑξαπέδου μὲν τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ὀργυιά</i> έχει τη [[μορφή]] θηλ. μτχ. ενός αμάρτυρου παρακειμένου [[χωρίς]] διπλασιασμό και [[χωρίς]] χρονική [[αύξηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἄγυια]]) <i>του</i> ρήματος [[ὀρέγω]] «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]». Ο τ. <i>ὀργυιά</i> έχει προέλθει πιθ. με [[συγκοπή]] από αρχικό τ. <i>ὀρογυιά</i>, ο [[οποίος]] με τη [[σειρά]] του έχει σχηματιστεί [[είτε]] αφομοιωτικά από αμάρτυρο τ. <i>ὀρεγυιά</i> [[είτε]] από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[ὀρέγω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>ὀργυιά</i> έχει προέλθει με [[συγκοπή]] και [[βράχυνση]] του -<i>ω</i>- σε -<i>ο</i>- ([[πριν]] από ηχηρό [[σύμφωνο]]) από αμάρτυρο τ. μτχ. <i>ὠρογυιά</i> ενός αρχ. παρακμ. <i>ὤρογα</i>. Ο τ. [[ὀρόγυια]], εξάλλου, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δευτερογενής]] και εξηγείται με [[ανάπτυξη]] φωνήεντος [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]]. Με [[ανάπτυξη]] φωνήεντος μπορεί να εξηγηθεί, [[τέλος]], και το σύνθ. σε -<i>ώρυγος</i>, [[πεντώρυγος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 5 January 2021

Greek Monolingual

και οργυιά, η (ΑΜ ὀργυιά, Α ιων. τ. ὄργυια και ὀργυιή, αττ. τ. ὄργυα, ποιητ. τ. ὀρόγυια)
μονάδα μήκους ίση με την απόσταση τεντωμένων χεριών από το ένα άκρο μέχρι το άλλο και η οποία είναι 6 περίπου πόδια
νεοελλ.
αγγλικό μέτρο μήκους ίσο με δύο γιάρδες, δηλ. 1,83 μέτρα
αρχ.
1. χωρομετρική ράβδος, 9¼ βασιλικές σπιθαμές
2. (κατά τον Ηρόδ.) «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον ἑξαπέδου μὲν τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀργυιά έχει τη μορφή θηλ. μτχ. ενός αμάρτυρου παρακειμένου χωρίς διπλασιασμό και χωρίς χρονική αύξηση (πρβλ. ἄγυια) του ρήματος ὀρέγω «απλώνω, εκτείνω». Ο τ. ὀργυιά έχει προέλθει πιθ. με συγκοπή από αρχικό τ. ὀρογυιά, ο οποίος με τη σειρά του έχει σχηματιστεί είτε αφομοιωτικά από αμάρτυρο τ. ὀρεγυιά είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ὀρέγω. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ὀργυιά έχει προέλθει με συγκοπή και βράχυνση του -ω- σε -ο- (πριν από ηχηρό σύμφωνο) από αμάρτυρο τ. μτχ. ὠρογυιά ενός αρχ. παρακμ. ὤρογα. Ο τ. ὀρόγυια, εξάλλου, πρέπει να είναι δευτερογενής και εξηγείται με ανάπτυξη φωνήεντος πριν από υγρό σύμφωνο. Με ανάπτυξη φωνήεντος μπορεί να εξηγηθεί, τέλος, και το σύνθ. σε -ώρυγος, πεντώρυγος.