3,274,313
edits
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρεωκόμος]] και ὀρειοκόμος και [[ὀρεοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εκτρέφει ημιόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]], -έως «[[ημίονος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>. Το θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] της γεν. <i>ὀρέως</i>. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. <i>ὀρειοκόμος</i> [[είναι]] πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού <i>ὀρη</i>(<i>F</i>)<i>οκόμος</i>]. | |mltxt=[[ὀρεωκόμος]] και ὀρειοκόμος και [[ὀρεοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εκτρέφει ημιόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]], -έως «[[ημίονος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>. Το θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] της γεν. <i>ὀρέως</i>. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. <i>ὀρειοκόμος</i> [[είναι]] πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού <i>ὀρη</i>(<i>F</i>)<i>οκόμος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρεωκόμος:''' ὁ ([[ὀρεύς]], [[κομέω]]), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |