οροφίας: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(29)
 
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀροφίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που ζει [[κάτω]] από [[οροφή]], δηλ. σε [[σπίτι]], [[κατοικίδιος]] («μῡς... [[ὀροφίας]]» — ο [[κοινός]] [[ποντικός]], <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]] / [[ὀροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλιματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[ὀροφίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που ζει [[κάτω]] από [[οροφή]], δηλ. σε [[σπίτι]], [[κατοικίδιος]] («μῦς... [[ὀροφίας]]» — ο [[κοινός]] [[ποντικός]], <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]] / [[ὀροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλιματ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:12, 24 August 2022

Greek Monolingual

ὀροφίας, ὁ (Α)
αυτός που ζει κάτω από οροφή, δηλ. σε σπίτι, κατοικίδιος («μῦς... ὀροφίας» — ο κοινός ποντικός, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροφος / ὀροφή + κατάλ. -ιας (πρβλ. κλιματ-ίας)].