οὔνομα: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(30)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὔνομα]], τὸ (Α)<br />(επικ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> <i>όνομα</i>.
|mltxt=[[οὔνομα]], τὸ (Α)<br />(επικ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> <i>όνομα</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὔνομα:''' τό, Ιων. αντί [[ὄνομα]].
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 416] τό, ion. = ὄνομα, w. m. s., so auch compp.

Greek (Liddell-Scott)

οὔνομα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὄνομα, Ὅμ., ὅστις ὅμως προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς ἐσφαλμένως ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὄνομα.

English (Autenrieth)

see ὄνομα.
ατος (for ὄ-γνομα, γνῶναι, cf. nomen): name; forfame,’ ‘glory,’ Od. 13.248, Od. 24.93.

Greek Monolingual

οὔνομα, τὸ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. όνομα.

Greek Monotonic

οὔνομα: τό, Ιων. αντί ὄνομα.