παιδεραστής: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[παιδεραστής]])<br />αυτός που έχει ομοφυλοφυλικές σχέσεις με [[παιδιά]], [[ιδίως]] με αγόρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]]. | |mltxt=ο (Α [[παιδεραστής]])<br />αυτός που έχει ομοφυλοφυλικές σχέσεις με [[παιδιά]], [[ιδίως]] με αγόρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παιδεραστής:''' -οῦ, ὁ, [[εραστής]] παιδιών, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A lover of boys, mostly in bad sense, Ar.Ach.265(lyr.), X.An.7.4.7, Pl. Smp.192b, Eub.130, etc.
German (Pape)
[Seite 439] ὁ, der Knaben liebt, Knabenliebhaber, Plat. Conv. 192 b; gew. im schlimmen Sinne, Knabenschänder, Ar. Ach. 264 u. Sp., wie Luc. Vit. auct. 15. Auch vom Delphin, Ath. XIII, 606 e.
Greek (Liddell-Scott)
παιδεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐραστὴς παίδων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 265, Πλάτ. Συμπ. 192Β, κτλ.˙ - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui aime les jeunes garçons en mauv. part PLAT, AR.
Étymologie: παῖς, ἐράω.
Greek Monolingual
ο (Α παιδεραστής)
αυτός που έχει ομοφυλοφυλικές σχέσεις με παιδιά, ιδίως με αγόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ἐραστής.
Greek Monotonic
παιδεραστής: -οῦ, ὁ, εραστής παιδιών, σε Αριστοφ., Πλάτ.