πασσαλευτός: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πασσαλεύω]]<br />[[καρφωτός]], καρφωμένος.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πασσαλεύω]]<br />[[καρφωτός]], καρφωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πασσᾰλευτός:''' -ή, -όν, καρφωμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασσᾰλευτός Medium diacritics: πασσαλευτός Low diacritics: πασσαλευτός Capitals: ΠΑΣΣΑΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: passaleutós Transliteration B: passaleutos Transliteration C: passaleftos Beta Code: passaleuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pinned down, δεσμοῖσι π. ὤν (as Turneb. for the reading of cod. Med. πασσαλεύμενος) A.Pr.113.

German (Pape)

[Seite 532] angenagelt, angeheftet, Aesch. Prom. 112.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰσσαλευτός: -ή, -όν, πεπασσαλευμένος, «καρφωμένος», δεσμοῖσι π. ὢν (κατὰ τὸν Turneb. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Μεδ. Κώδ. πασσαλεύμενος), Αἰσχύλ. Πρ. 113, ἀλλὰ νῦν γράφεται: πεπασσαλευμένος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé à un clou, cloué.
Étymologie: adj. verbal de πασσαλεύω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πασσαλεύω
καρφωτός, καρφωμένος.

Greek Monotonic

πασσᾰλευτός: -ή, -όν, καρφωμένος, σε Αισχύλ.