πολιαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πολιός]]<br />(για την αφρίζουσα [[θάλασσα]]) [[γίνομαι]] [[λευκός]], [[λευκαίνω]].
|mltxt=Α [[πολιός]]<br />(για την αφρίζουσα [[θάλασσα]]) [[γίνομαι]] [[λευκός]], [[λευκαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολιαίνομαι:''' ([[πολιός]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐαίνομαι Medium diacritics: πολιαίνομαι Low diacritics: πολιαίνομαι Capitals: ΠΟΛΙΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: poliaínomai Transliteration B: poliainomai Transliteration C: poliainomai Beta Code: poliai/nomai

English (LSJ)

(πολιός) Pass.,

   A grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.

French (Bailly abrégé)

blanchir d’écume.
Étymologie: πολιός.

Greek Monolingual

Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.

Greek Monotonic

πολιαίνομαι: (πολιός), Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.