πολύσταχυς: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υ, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] στάχια («[[Δάματερ]] πολύσταχυ», θεόκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]] (<i>πφλ</i>. [[μεγαλό]]-<i>σταχυς</i>)]. | |mltxt=-υ, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] στάχια («[[Δάματερ]] πολύσταχυ», θεόκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]] (<i>πφλ</i>. [[μεγαλό]]-<i>σταχυς</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύστᾰχυς:''' -υ, [[πλούσιος]] σε στάχυα σταριού, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A rich in ears of corn, Δάματερ Theoc.10.42; ὕψος τοῦ φυτοῦ τετράπηχυ, π. καὶ πολύκαρπον Str.15.1.18.
German (Pape)
[Seite 673] υ, vielährig, ährenreich; Theocr. 10, 42; Strab. XV u. Sp.; πολυσταχής, f. L.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
chargé d’épis.
Étymologie: πολύς, στάχυς.
Greek Monolingual
-υ, ΜΑ
αυτός που έχει πολλά στάχια («Δάματερ πολύσταχυ», θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στάχυς (πφλ. μεγαλό-σταχυς)].
Greek Monotonic
πολύστᾰχυς: -υ, πλούσιος σε στάχυα σταριού, σε Θεόκρ.