πολυπαθής: Difference between revisions
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />ο [[πολύπαθος]], αυτός που έχει [[πολλά]] βάσανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[επιρρεπής]] σε [[πολλά]] [[πάθη]] («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές<br /><b>3.</b> (για τύραννο) [[εκείνος]] που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />ο [[πολύπαθος]], αυτός που έχει [[πολλά]] βάσανα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[επιρρεπής]] σε [[πολλά]] [[πάθη]] («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές<br /><b>3.</b> (για τύραννο) [[εκείνος]] που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠπᾰθής:''' Επικ. πουλυ-, -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που υπόκειται σε [[πολλά]] [[πάθη]], αναστατωμένος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (παθεῖν)
A subject to many passions or impressions, π. κακῶν ταμιεῖον Democr. 149; ψυχή Plu.2.97b; full of diverse reactions, νόσημα ib.171e; poet. πουλ-, much perturbed, τύραννοι AP9.98 (Stat. Flacc.).
German (Pape)
[Seite 668] ές, von vielen Leiden, der viel zu leiden hat, vielen Leidenschaften ausgesetzt ist; Plut.; πουλυπαθέσσι τυράννοις Statil. Flacc. 9 (IX, 98).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπᾰθής: -ές, (παθεῖν) ὁ ὑποκείμενος εἰς πολλὰ πάθη ἢ ἐντυπώσεις, Πλούτ. 2. 97Ε· ποιητ., πουλυπαθεῖς τύραννοι, πολλὰ πάσχοντες, εἰς πολλὰς ταραχὰς ὑποκείμενοι, Ἀνθ. Π. 9. 98· ὁ πολλὰ πάσχων ἢ παθών, τοῦ πολυπαθοῦς βίου Γρηγ. Ναζ. 99, 22, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sujet à beaucoup d’affections ou de maux.
Étymologie: πολύς, πάθος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα
μσν.-αρχ.
ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)
αρχ.
1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων
2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές
3. (για τύραννο) εκείνος που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].
Greek Monotonic
πολῠπᾰθής: Επικ. πουλυ-, -ές (παθεῖν), αυτός που υπόκειται σε πολλά πάθη, αναστατωμένος, σε Ανθ.