πρίζω: Difference between revisions
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
(34) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] με [[πριόνι]], [[πριονίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ῥίνῃ [[πρίζω]]» — [[ρινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. [[πρίω]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] με [[πριόνι]], [[πριονίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ῥίνῃ [[πρίζω]]» — [[ρινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. [[πρίω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρίζω:''' Plat., Plut., NT = [[πρίω]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A = πρίω, saw, Pl.Thg.124b (s.v.l.), D.S.4.76, Heliod. ap. Orib.47.14.3: impf. ἔπριζον LXXAm.1.3. II file, ῥίνῃ πρίζειν Gal.12.848.
German (Pape)
[Seite 701] = πρίω, sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.
Greek (Liddell-Scott)
πρίζω: μέλλ. -ίσω, = πρίω, πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C εἶναι πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *πρίαμαι). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.
French (Bailly abrégé)
f. Moy. 3ᵉ sg. πριεῖται;
c. πρίω.
English (Strong)
a strengthened form of a primary prio (to saw); to saw in two: saw asunder.
Greek Monolingual
Α
1. κόβω κάτι με πριόνι, πριονίζω
2. φρ. «ῥίνῃ πρίζω» — ρινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. πρίω.
Russian (Dvoretsky)
πρίζω: Plat., Plut., NT = πρίω I.