προανακινώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(34)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] [[προηγουμένως]] («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῑς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερευνώ]] από [[πριν]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] εκ τών προτέρων κινήσεις [[χωρίς]] [[προειδοποίηση]].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] [[προηγουμένως]] («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῖς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερευνώ]] από [[πριν]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] εκ τών προτέρων κινήσεις [[χωρίς]] [[προειδοποίηση]].
}}
}}

Revision as of 18:05, 25 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῖς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.