προσκαρτερώ: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
(35)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προσκαρτερῶ, -έω, ΝΜΑ [[καρτερῶ]]<br />[[επιμένω]] με [[καρτερία]], [[εξακολουθώ]] με πολλή [[επιμονή]] («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν [[χάνω]] το [[θάρρος]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και του [[είμαι]] πολύ [[πιστός]] («προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ», ΚΔ.)<br /><b>2.</b> (για υπηρέτη) [[μένω]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[παραμένω]] σε [[αναμονή]] στο δικαστήριο («προσκαρτερῆσαι τῷ κριτηρίῳ», πάπ.)<br /><b>4.</b> επιδίδομαι με ζήλο σε ένα [[έργο]] ή σε μια [[ασχολία]], αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι («προσκαρτερεῑν τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ», πάπ.)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αναμένω]] («προσκαρτερεῑν ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται», πάπ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὁ προσκαρτερούμενος [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]] του οποίου γίνεται [[επιμελής]] [[χρήση]] (<b>Διόδ.</b>).
|mltxt=προσκαρτερῶ, -έω, ΝΜΑ [[καρτερῶ]]<br />[[επιμένω]] με [[καρτερία]], [[εξακολουθώ]] με πολλή [[επιμονή]] («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν [[χάνω]] το [[θάρρος]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και του [[είμαι]] πολύ [[πιστός]] («προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ», ΚΔ.)<br /><b>2.</b> (για υπηρέτη) [[μένω]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[παραμένω]] σε [[αναμονή]] στο δικαστήριο («προσκαρτερῆσαι τῷ κριτηρίῳ», πάπ.)<br /><b>4.</b> επιδίδομαι με ζήλο σε ένα [[έργο]] ή σε μια [[ασχολία]], αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι («προσκαρτερεῖν τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ», πάπ.)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αναμένω]] («προσκαρτερεῖν ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται», πάπ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὁ προσκαρτερούμενος [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]] του οποίου γίνεται [[επιμελής]] [[χρήση]] (<b>Διόδ.</b>).
}}
}}