προσεπιτέρπομαι: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διασκεδάζω]] [[ακόμη]] περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιτέρπομαι]] «[[διασκεδάζω]]»].
|mltxt=Α<br />[[διασκεδάζω]] [[ακόμη]] περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιτέρπομαι]] «[[διασκεδάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεπιτέρπομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i> — Παθ., [[διασκεδάζω]] τον εαυτό μου [[ακόμα]] περισσότερο, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιτέρπομαι Medium diacritics: προσεπιτέρπομαι Low diacritics: προσεπιτέρπομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΤΕΡΠΟΜΑΙ
Transliteration A: prosepitérpomai Transliteration B: prosepiterpomai Transliteration C: prosepiterpomai Beta Code: prosepite/rpomai

English (LSJ)

Pass.,

   A rejoice in besides, Ar.Ra.231 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 762] (s. τέρπω), sich noch dazu, noch mehr ergötzen, Ar. Ran. 232.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιτέρπομαι: παθ., τέρπομαι ἔτι μᾶλλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 231.

French (Bailly abrégé)

se réjouir encore ou encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπιτέρπω.

Greek Monolingual

Α
διασκεδάζω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιτέρπομαι «διασκεδάζω»].

Greek Monotonic

προσεπιτέρπομαι: μέλ. -ψομαι — Παθ., διασκεδάζω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο, σε Αριστοφ.