πρόσλημμα: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(35) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proslimma | |Transliteration C=proslimma | ||
|Beta Code=pro/slhmma | |Beta Code=pro/slhmma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[upper garment]], τῆς θεοῦ <span class="title">Michel</span> 832.20 (Samos, iv B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:08, 1 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A upper garment, τῆς θεοῦ Michel 832.20 (Samos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 772] τό, das noch außerdem dazu Genommene, Gregor. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσλημμα: τό, τὸ προσληφθέν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 524Β, κλπ.
Greek Monolingual
-ήμματος, τὸ, Α προσλαμβάνω
1. επιπρόσθετη απόκτηση, πρόσκτηση
2. το εξωτερικό ένδυμα
3. εκκλ. η επί πλέον απόκτηση της θείας και της ανθρώπινης φύσης μέσω της σαρκώσεως από τον Υιό του Θεού.