προτίθημι: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προτίθεμαι]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προτίθεμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτίθημι:''' γʹ πληθ. <i>προθέουσι</i>· μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ [[προὔθηκα]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>προεθηκάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[προὐτέθην]]· Παθ. ενεστ. και παρατ. από το [[πρόκειμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ή [[τοποθετώ]] [[εμπρός]], [[παραθέτω]], [[ιδίως]] λέγεται για γεύματα, τραπέζας [[πρότιθεν]] (Επικ. αντί <i>προὐτίθεσαν</i>), σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαῖτά τινι προθεῖναι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., [[βάζω]] [[εμπρός]] μου, <i>δαῖτα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[pro]]­jicere, <i>πρ. τινα θηρσὶν ἁρπαγήν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[θέτω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[παρουσιάζω]], [[δίνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[εκθέτω]] [[νήπιο]], [[βρέφος]], σε Ηρόδ. κ.λπ. <b>5. α)</b> [[ορίζω]] ως [[σημείο]] ή [[βραβείο]], [[προτείνω]], <i>ἀέθλους</i>, στον ίδ.· <i>ἅμιλλαν</i>, σε Ευρ. — Παθ., [[προὐτέθην]] [[ἆθλον]] [[δορός]], στον ίδ. <b>β)</b> [[ορίζω]] ως [[ποινή]], <i>θάνατον πρ. ζημίαν</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> [[ορίζω]], [[θέτω]], ἐς [[ἑβδομήκοντα]] ἔτεα [[οὖρον]] τῆς ζόης πρ., σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., [[οὖρον]] πρ. ἐνιαυτόν, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> [[προβάλλω]], [[προτείνω]] ως [[έργο]], <i>τί τινι</i>, σε Σοφ. — Μέσ., [[προτείνω]] στον εαυτό μου ως [[έργο]] ή σκοπό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">8.</b> Μέσ. επίσης, [[προβάλλω]] εκ μέρους μου, [[επιδεικνύω]], [[δείχνω]], <i>εὐλάβειαν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">9.</b> <i>προτίθεσθαί τινα ἐν οἴκτῳ</i>, [[οικτίρω]], [[ελεώ]], ευσπλαχνίζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτίθημι]] νεκρόν, [[εκθέτω]] νεκρό [[σώμα]], σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκθέτω]] [[εμπόρευμα]] προς [[επίδειξη]] ή [[πώληση]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] για [[συζήτηση]], Λατ. in [[medium]] afferre, προθεῖναι [[πρῆγμα]], <i>λόγον</i>, σε Ηρόδ.· <i>γνώμας</i>, σε Θουκ.· με απαρ., <i>προθεῖναι λέγειν</i>, [[προτείνω]] μια [[συζήτηση]], στον ίδ. — Μέσ., [[πένθος]] προεθήκαντο, εξέθεσαν τον εαυτό τους σε μεγάλο θρήνο, θρήνησαν, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ψῆφος]] περὶ [[ἡμῶν]] προτεθεῖσα, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[ορίζω]] [[συνέλευση]], [[συνεδριάζω]], σε Λουκ. — Μέσ., [[προὔθετο]] λέσχην, όρισε [[συμβούλιο]], [[σύσκεψη]] γερόντων, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., οὐ προὐτέθη σφίσι [[λόγος]], δεν επετράπη σε αυτούς να μιλήσουν, σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[τοποθετώ]], [[βάζω]] το ένα [[πόδι]] πάνω στο [[άλλο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προβάλλω]] ως [[πρόφαση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[θέτω]] πρώτο, [[προτάσσω]], <i>τι</i>, σε Πλάτ. — Μέσ., [[τοποθετώ]] στην πρώτη [[γραμμή]], <i>τοὺςγροσφομάχους</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[θέτω]] [[εμπρός]] ή [[έμπροσθεν]], [[πέπλον]] ὀμμάτων, σε Ευρ.· <i>ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ</i>, σε Ευρ. — Μέσ., [[πάρος]] [[τοὐμοῦ]] πόθου προὔθεντο τὴν [[τυραννίδα]], σε Σοφ.
}}
}}