ῥακά: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(35) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ῥακά]], ΝΑ<br />(εβραϊκή λ.) <b>άκλ.</b> [[λέξη]] υβριστική με την οποία [[πιθανώς]] δηλώνεται ο [[ανόητος]], ο [[άμυαλος]] («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ [[ῥακά]], [[ἔνοχος]] ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ). | |mltxt=[[ῥακά]], ΝΑ<br />(εβραϊκή λ.) <b>άκλ.</b> [[λέξη]] υβριστική με την οποία [[πιθανώς]] δηλώνεται ο [[ανόητος]], ο [[άμυαλος]] («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ [[ῥακά]], [[ἔνοχος]] ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥακά:''' Εβρ. [[λέξη]] που εκφράζει απόλυτη [[περιφρόνηση]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Hebr. word expressive of contempt, Ev.Matt.5.22.
Greek (Liddell-Scott)
ῥακά: ἐβραϊκὴ λέξις ἐκφράζουσα ἄκραν περιφρόνησιν, κενός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22.
English (Strong)
of Chaldee origin (compare רֵק); O empty one, i.e. thou worthless (as a term of utter vilification): Raca.
Greek Monolingual
ῥακά, ΝΑ
(εβραϊκή λ.) άκλ. λέξη υβριστική με την οποία πιθανώς δηλώνεται ο ανόητος, ο άμυαλος («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).
Greek Monotonic
ῥακά: Εβρ. λέξη που εκφράζει απόλυτη περιφρόνηση, σε Καινή Διαθήκη