ριζοφυής: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ῥιζοφυής]], -ές, ΝΑ<br />(για [[φυτό]])<br /><b>1.</b> αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]], μέσω ενός ον. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τριχο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές / [[ῥιζοφυής]], -ές, ΝΑ<br />(για [[φυτό]])<br /><b>1.</b> αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]], μέσω ενός ον. [[φύος]]), [[πρβλ]]. [[τριχοφυής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές / ῥιζοφυής, -ές, ΝΑ
(για φυτό)
1. αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες
2. αυτός που φυτρώνει από ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυής (< φύομαι, μέσω ενός ον. φύος), πρβλ. τριχοφυής].