ρουθούνι: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(36)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ<br />καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο [[κάτω]] [[μέρος]] της [[μύτης]] (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν [[αντάρα]] και [[φωτιά]]» β. «καὶ [[τζίκνα]] γέμισαν πολλὴν τ' ἀρθούνια μου στὴν στράταν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «έχει γερό (ή καλό) [[ρουθούνι]]» — έχει καλή όσφρηση<br /><b>2.</b> «μού μπαίνει στο [[ρουθούνι]]» — με ενοχλεί [[πάρα]] πολύ<br /><b>3.</b> «δεν έμεινε [[ρουθούνι]]» — δεν σώθηκε [[κανένας]], πέθαναν ή σκοτώθηκαν όλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. [[ῥωθώνιον]], υποκορ. του [[ῥώθων]], με [[κώφωση]] τών -<i>ω</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σάπων]]: [[σαπούνι]])].
|mltxt=το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῦν
ιν και ἀρθοῦν
ιν Μ<br />καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο [[κάτω]] [[μέρος]] της [[μύτης]] (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν [[αντάρα]] και [[φωτιά]]» β. «καὶ [[τζίκνα]] γέμισαν πολλὴν τ' ἀρθούνια μου στὴν στράταν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «έχει γερό (ή καλό) [[ρουθούνι]]» — έχει καλή όσφρηση<br /><b>2.</b> «μού μπαίνει στο [[ρουθούνι]]» — με ενοχλεί [[πάρα]] πολύ<br /><b>3.</b> «δεν έμεινε [[ρουθούνι]]» — δεν σώθηκε [[κανένας]], πέθαναν ή σκοτώθηκαν όλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. [[ῥωθώνιον]], υποκορ. του [[ῥώθων]], με [[κώφωση]] τών -<i>ω</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σάπων]]: [[σαπούνι]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 27 March 2021

Greek Monolingual

το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῦν ιν και ἀρθοῦν ιν Μ
καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος της μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ' ἀρθούνια μου στὴν στράταν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «έχει γερό (ή καλό) ρουθούνι» — έχει καλή όσφρηση
2. «μού μπαίνει στο ρουθούνι» — με ενοχλεί πάρα πολύ
3. «δεν έμεινε ρουθούνι» — δεν σώθηκε κανένας, πέθαναν ή σκοτώθηκαν όλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. ῥωθώνιον, υποκορ. του ῥώθων, με κώφωση τών -ω- σε -ου- (πρβλ. σάπων: σαπούνι)].