σαρκολαμπής: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που προσδίδει [[λάμψη]] στην [[σάρκα]] («σαρκολαμπὴς [[μόρφωσις]] κυρίου», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), | |mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που προσδίδει [[λάμψη]] στην [[σάρκα]] («σαρκολαμπὴς [[μόρφωσις]] κυρίου», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), [[πρβλ]]. [[πυριλαμπής]], [[φωτολαμπής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 9 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
σαρκολαμπής: -ές, ὁ τὴν σάρκα ποιῶν λάμπουσαν, λαμπράν, σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου Θ. Στουδ. 1777, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ές, Μ
αυτός που προσδίδει λάμψη στην σάρκα («σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυριλαμπής, φωτολαμπής].