σαρκίδιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σαρκίδιον]], ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) μικρό [[τεμάχιο]] σάρκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> οποιαδήποτε μικρή [[σαρκώδης]] [[έκφυση]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[σαρκώδης]] [[έκφυση]] στο [[σπέρμα]] ορισμένων [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κλειτορίδα]]<br /><b>2.</b> η οπή της ουρήθρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>πρβλ.</b> <i>κνημ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=το / [[σαρκίδιον]], ΝΑ<br />(με υποκορ. σημ.) μικρό [[τεμάχιο]] σάρκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> οποιαδήποτε μικρή [[σαρκώδης]] [[έκφυση]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[σαρκώδης]] [[έκφυση]] στο [[σπέρμα]] ορισμένων [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κλειτορίδα]]<br /><b>2.</b> η οπή της ουρήθρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[κνημίδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:57, 8 May 2023

Greek Monolingual

το / σαρκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας
νεοελλ.
1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση
2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών
αρχ.
1. η κλειτορίδα
2. η οπή της ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κνημίδιον)].