σαρκόμφαλο: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σαρκόμφαλον]], ΝΑ<br />όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πωρ</i>-<i>όμφαλον</i>)].
|mltxt=το / [[σαρκόμφαλον]], ΝΑ<br />όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]] ([[πρβλ]]. [[πωρόμφαλον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek Monolingual

το / σαρκόμφαλον, ΝΑ
όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρόμφαλον)].