σαρκεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που έχει ανθρώπινη [[σάρκα]], [[ένσαρκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που έχει ανθρώπινη [[σάρκα]], [[ένσαρκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ιππεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 11 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα, ένσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].