σκίουρος: Difference between revisions

2b
(37)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> γενική, [[σήμερα]], [[ονομασία]] τρωκτικών που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[σκιουρίδες]] της υπόταξης [[σκιουρόμορφα]], και [[ιδίως]], τών δενδρόβιων ειδών με τη χαρακτηριστική [[μακριά]] και φουντωτή ανορθωμένη [[ουρά]], με γνωστότερο και πιο διαδεδομένο [[είδος]] τον κοινό σκίουρο ή [[βερβερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ιπτάμενος [[σκίουρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκουν στην [[υποοικογένεια]] πεταυριστίνες της οικογένειας [[σκιουρίδες]] και [[είναι]] δενδρόβια ζώα με πτητική μεμβράνη, μια [[διπλή]] δερματική [[πτυχή]] που συνδέει από το ένα και το [[άλλο]] [[πλευρό]] τον λαιμό, τα πρόσθια και τα οπίσθια [[άκρα]] και επιτρέπει στα ζώα αυτά να κάνουν άλματα αερολισθαίνοντας σε μεγάλες αποστάσεις από [[δένδρο]] σε [[δένδρο]] ή από [[δένδρο]] στο [[έδαφος]]<br />β) «[[γκρίζος]] [[σκίουρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Sciurus carolinensis που ζει στη Βόρεια Αμερική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεί</i>-<i>ουρος</i>. Το ζώο ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φουντωτής ουράς του].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> γενική, [[σήμερα]], [[ονομασία]] τρωκτικών που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[σκιουρίδες]] της υπόταξης [[σκιουρόμορφα]], και [[ιδίως]], τών δενδρόβιων ειδών με τη χαρακτηριστική [[μακριά]] και φουντωτή ανορθωμένη [[ουρά]], με γνωστότερο και πιο διαδεδομένο [[είδος]] τον κοινό σκίουρο ή [[βερβερίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ιπτάμενος [[σκίουρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκουν στην [[υποοικογένεια]] πεταυριστίνες της οικογένειας [[σκιουρίδες]] και [[είναι]] δενδρόβια ζώα με πτητική μεμβράνη, μια [[διπλή]] δερματική [[πτυχή]] που συνδέει από το ένα και το [[άλλο]] [[πλευρό]] τον λαιμό, τα πρόσθια και τα οπίσθια [[άκρα]] και επιτρέπει στα ζώα αυτά να κάνουν άλματα αερολισθαίνοντας σε μεγάλες αποστάσεις από [[δένδρο]] σε [[δένδρο]] ή από [[δένδρο]] στο [[έδαφος]]<br />β) «[[γκρίζος]] [[σκίουρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Sciurus carolinensis που ζει στη Βόρεια Αμερική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεί</i>-<i>ουρος</i>. Το ζώο ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φουντωτής ουράς του].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[squirrel]] (Opp., Plin.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Prob. "who makes himself shade with his tail", bahuvrihi from <b class="b3">σκιά</b> and <b class="b3">οὑρά</b> (lastly Solmsen IF 30, 9 f. w. n. 1). Wrong explanations in Bq (rejected). -- From it MLat. <b class="b2">*scuriolus</b> in Fr. <b class="b2">écureuil</b>, Engl. [[squirl]] etc. -- The etym. looks rather like a folk-etym. than as a serious explanation. There seems to be a Pre-Greek suffix (?) <b class="b3">-ουρος</b> (from <b class="b2">-arʷ-o-</b>?).
}}
}}