σκοτασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(37)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skotasmos
|Transliteration C=skotasmos
|Beta Code=skotasmo/s
|Beta Code=skotasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a being</b> or <b class="b2">becoming dark</b>, Aq. <span class="title">Is.</span>59.9, Sm.<span class="title">Ca.</span>1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.<span class="title">Ther.</span>7.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a being]] or [[becoming dark]], Aq. <span class="title">Is.</span>59.9, Sm.<span class="title">Ca.</span>1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.<span class="title">Ther.</span>7.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:10, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτασμός Medium diacritics: σκοτασμός Low diacritics: σκοτασμός Capitals: ΣΚΟΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skotasmós Transliteration B: skotasmos Transliteration C: skotasmos Beta Code: skotasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a being or becoming dark, Aq. Is.59.9, Sm.Ca.1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.Ther.7.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, das Finstermachen, Finsterwerden, die Verdunkelung, ὀφθαλμῶν, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτασμός: ὁ, τὸ νὰ εἶναι ἢ νὰ γίνηταί τις σκοτεινός, «σκοτείνιασμα», τῶν ὀφθαλμῶν Διοσκ. 7. 8.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σκοτάζω
1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό
2. μείωση, ελάττωση της όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.)
νεοελλ.-μσν.
1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ, ὅταν ψωμὶν οὐκ ἔχω», Πρόδρ.)
2. μτφ. διανοητικό ή ψυχικό σκοτάδι, έλλειψη πνευματικού φωτός (α. «και τη γαλήνη του νου έπνιξέ την ο σκοτασμός», Ζερβ.
β. «τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν», Μηναί.).